- φυλακίζω
- ΝΜΑ [φύλαξ, -ακος]κλείνω κάποιον στη φυλακή (α. «φυλάκισαν δεκάδες αθώων» β. «ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας εἰς σέ», ΚΔγ. «ἄξιος μὲν γὰρ ἐκεῑνος στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει», ΠΔ)νεοελλ.1. επιβάλλω σε κάποιον ποινή φυλάκισης2. μτφ. περιορίζω την ελευθερία τών κινήσεων κάποιου («τήν είχε φυλακίσει μόνιμα στο χωριό»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φυλακισμένος, -η, -οα) έγκλειστος, υπόδικος ή καταδικασμένος σε φυλάκιση ή σε κάθειρξη («τα δικαιώματα τών φυλακισμένων»)β) μτφ. περιορισμένος ως προς την ελευθερία κινήσεων ή επιλογών («έμεινε δύο χρόνια φυλακισμένη στο σπίτι ώσπου να μεγαλώσουν τα μωρά της»).
Dictionary of Greek. 2013.